- αμπελουργικός
- η , ό[ν] виноградарский
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμπελουργικός — ή, ό (Α ἀμπελουργικός, ή, ὸν) [ἀμπελουργός] 1. ο σχετικός με την αμπελουργία ή ο κατάλληλος γι’ αυτήν 2. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) η αμπελουργική η τέχνη τής αμπελοκαλλιέργειας και τού αμπελουργού, η αμπελουργία … Dictionary of Greek
αμπελουργικός, -ή — ό αυτός που έχει σχέση με την αμπελουργία: Η αγροτική τράπεζα δίνει τα λεγόμενα αμπελουργικά δάνεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμπελουργικοί — ἀμπελουργικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμπελουργικῆς — ἀμπελουργικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμπελουργική — ἀμπελουργικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμπελουργικήν — ἀμπελουργικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμπελουργικῶς — ἀμπελουργικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμπελουργός — ο (Α ἀμπελουργός) καλλιεργητής αμπέλου, αμπελοκαλλιεργητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμπελος. ΠΑΡ. αμπελουργία, αμπελουργικός, αμπελουργώ αρχ. ἀμπελουργεῖον, ἀμπελούργημα νεοελλ. αμπελουργικώς] … Dictionary of Greek